- λιμνάσει
- λιμνάζωform stagnant poolsaor subj act 3rd sg (epic)λιμνάζωform stagnant poolsfut ind mid 2nd sgλιμνάζωform stagnant poolsfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποτελματώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος, αφήνω κάτι να λιμνάσει, διαιωνίζω ένα ζήτημα με το να αναβάλλω διαρκώς τη λύση του: Η υπόθεση αποτελματώθηκε από την αδιαφορία τη δική σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)